Πληροφορίες για την πόλη

Ρότενμπουργκ

H μικρή πόλη που επηρεάζει τη μεταναστευτική πολιτική της Γερμανίας

Κύρια Συμπεράσματα

  • 1

    Το Ρότενμπουργκ ξεχωρίζει λόγω των βιώσιμων δομών πολιτικής ενασχόλησης που δημιούργησε το καλοκαίρι του 2015, οι οποίες διατηρούνται μέχρι σήμερα.

  • 2

    Παρά το σχετικά μικρό μέγεθος του, το Ρότενμπουργκ έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ίδρυση ενός δικτύου αλληλεγγύης μεταξύ πόλεων στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Επιπλέον, τάσσεται δημοσίως ενάντια σε υπάρχουσες μεταναστευτικές πολιτικές.

Τι κάνει το Ρότενμπουργκ μοναδικό;

Η λειτουργία του ως συνδετικός κρίκος στις «Πόλεις-Ασφαλή Λιμάνια»: το Ρότενμπουργκ, μια μικρή πόλη σε μια από τις πλουσιότερες περιοχές της Γερμανίας, απασχόλησε τα ΜΜΕ της Γερμανίας όταν ο δήμαρχος της πόλης, Στέφαν Νέχερ (CDU, Χριστιανοί Δημοκράτες) , υποστήριξε ένθερμα την άμεση υποδοχή προσφύγων από τη Μεσόγειο. Το καλοκαίρι του 2019, δήλωσε: «Αν φτάσει εκεί το πράγμα, θα καλέσω έναν οδηγό λεωφορείου από την πόλη μου, να πάει στην Ιταλία και να μαζέψει τους ανθρώπους». Από τότε, η Ροττενμπούργκ έχει αναλάβει ηγετικό ρόλο στη δικτύωση με τους δήμους για να τους ενθαρρύνει να καλωσορίζουν πρόσφυγες και έχει αναλάβει το ρόλο συντονιστή της συμμαχίας «Πόλεις Ασφαλών Λιμανιών» για τη Βάδη-Βυρτεμβέργη.

Ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες;

Ο μαχητικός δήμαρχος και η ισχυρή κοινωνία των πολιτών: το Ρότενμπουργκ βασίζεται σε ισχυρές δομές υποδοχής που ιδρύθηκαν από την κοινωνία των πολιτών μετά το 2015. Αναδείχθηκε ως μια από τις ισχυρότερες φωνές στο κίνημα για την υποδοχή των προσφύγων στη Γερμανία, μέσα από τις πολυάριθμες δημόσιες παρεμβάσεις του δημάρχου. Οι παρεμβάσεις αυτές απέκτησαν προσοχή σε εθνικό επίπεδο, καθώς το Ρότενμπουργκ διοικείται από ένα συντηρητικό κόμμα. Ως μέλος των Χριστιανών Δημοκρατών της Άνγκελα Μέρκελ, ο Νέχερ κατάφερε να επηρεάσει το διακύβευμα με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι πόλεις που είχαν αριστερή διοίκηση.

Ποια είναι τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα μέχρι στιγμής;

Ο συνδυασμός της πολιτικής συμμετοχής σε τοπικό επίπεδο και οι κινήσεις υποστήριξης: το Ρότενμπουργκ συνδύασε με επιτυχία την ενεργό συμμετοχή των πολιτών του και την καινοτομία στη χάραξη πολιτικής γραμμής όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και διεθνώς. Τοπικά, το Ρότενμπουργκ απέδειξε ότι η ενεργός συμμετοχή των πολιτών μπορεί να γίνει ένα ζωτικό κομμάτι των διαδημοτικών στρατηγικών ένταξης, επισημοποιώντας το αστικό κίνημα αλληλεγγύης που εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 2015. Το Ρότενμπουργκ συνέβαλε επίσης στη δημιουργία αρκετών εθνικών και διεθνών δικτύων πόλεων που απαιτούν μεγαλύτερη δημοτική αυτονομία στον τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής.

Πολιτικές δράσεις και η προάσπιση τους και εκτός πόλεως

Το Ρότενμπουργκ βρίσκεται στο κέντρο της δικτύωσης δήμων στη Γερμανία και την Ευρώπη: παρά το σχετικά μικρό του μέγεθος, το Ρότενμπουργκ είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία ενός δικτύου πόλεων αλληλεγγύης στη Γερμανία. Το Σεπτέμβρη του 2019, το Ρότενμπουργκ στέγασε την πρώτη συνάντηση εργασιών του δικτύου, στο οποίο, έως τότε, είχαν ήδη προσχωρήσει πολλές άλλες πόλεις. Τον Ιούνιο του 2021, το Ρότενμπουργκ ήταν ένας από τους δήμους που βοήθησαν στη διοργάνωση του πρώτου Συνεδρίου των Πόλεων της Ευρώπης για την Υποδοχή των Προσφύγων στο Παλέρμο, με όνομα «Από τη Θάλασσα ως την Πόλη». Ο Δήμαρχος Νέχερ, μίλησε δημόσια σε πολλές περιστάσεις, για ένα ειδικό ποσοστό διανομής για πόλεις που θέλουν να υποδεχθούν πρόσφυγες.

Μέλος στα ακόλουθα δίκτυα

Κατεβάστε την πλήρη έκθεση της πόλης

Η έκθεση της πόλης περιέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές μετανάστευσης και ένταξης της πόλης και επιλεγμένες τοπικές προσεγγίσεις. Έκθεση από το 2021, επικαιροποιημένη το 2023.

Κατεβάστε την έκθεση

Πολιτικό πλαίσιο: Γερμανία

Πολιτική οργάνωση

Στη Γερμανία, υπεύθυνη για την υπηκοότητα, τη μετανάστευση και την υποδοχή προσφύγων είναι κατά κύριο λόγο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. H Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστών και Προσφύγων (BAMF) – που υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών – είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου. Ταυτόχρονα, οι πρεσβείες – που υπάγονται στο Υπουργείο Εξωτερικών – αποφασίζουν για τις αιτήσεις μεταναστών για εργασία, οικογενειακή επανένωση και σπουδές. Στα πλαίσια της πολιτικής ασύλου, τα ομόσπονδα κράτη πρέπει να εφαρμόζουν ομοσπονδιακούς νόμους, όπως τη νομοθεσία για τα οφέλη των αιτούντων άσυλο. Ο τρόπος εφαρμογής είναι αρκετά ελαστικός, γεγονός που οδηγεί σε πολύ διαφορετικές αντιμετωπίσεις των προσφύγων στα 16 ομόσπονδα κράτη. Για παράδειγμα, έχουν τη δυνατότητα -ανεξάρτητα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση- να εκδώσουν ανθρωπιστικές άδειες παραμονής μέσω επιτροπών, να αποφασίσουν για την προσωρινή παύση απελάσεων ή ακόμα και να επιτρέψουν την παραμονή σε ολόκληρες ομάδες. Κατά κανόνα, τα ομόσπονδα κράτη αναθέτουν τις αποφάσεις για κάθε ξεχωριστή υπόθεση στις τοπικές «διευθύνσεις αλλοδαπών». Οι αρχές αυτές, με τη σειρά τους, διαθέτουν επίσης ευελιξία όσον αφορά την αξιολόγηση των λεγόμενων εμποδίων για την απέλαση, την έκδοση αδειών διαμονής, την απόφαση για παύση απελάσεων ή την επέκταση των αδειών διαμονής.

Ιστορικό υπόβαθρο

Η ιδέα ότι η Γερμανία δεν ήταν ποτέ «μια χώρα μεταναστών» είναι μέρος των εγχώριων πολιτικών συζητήσεων εδώ και δεκαετίες μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Μέσα στα χρόνια, αυτή η “αυτοεικόνα” άρχισε να έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα, καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ξεκίνησε να φέρνει τους λεγόμενους «φιλοξενούμενους εργαζόμενους» από την ανατολική Ευρώπη ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 για να καλύψει τις κενές θέσεις στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες της χώρας. Αντίθετα με τους πολιτικούς σχεδιασμούς, εκατομμύρια από αυτούς παρέμειναν στη χώρα ακόμα και μετά την «παύση προσλήψεων» του 1973, όμως δεν έλαβαν καμία ουσιαστική βοήθεια για την ένταξή τους. Συνέχισαν να διαμορφώνουν τη Γερμανική κοινωνία, όμως υπέφεραν από τις διακρίσεις που συναντούσαν, για παράδειγμα, στο δικαίωμα ψήφου ή στην αγορά εργασίας. Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, ο αριθμός αιτούντων άσυλο από την Ανατολική Ευρώπη αυξήθηκε κατακόρυφα. Το 1992, τo Γερμανικό Κοινοβούλιο πέρασε νόμους που περιόριζαν εκτενώς το δικαίωμα σε άσυλο, οδηγώντας σε πογκρόμ σε διάφορα σημεία της Γερμανίας στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990.

Οι κυριότερες εξελίξεις των τελευταίων χρόνων

Το 2015 έλαβε χώρα το «καλοκαίρι της μετανάστευσης», που αποτέλεσε ορόσημο από διάφορες απόψεις. Υπό την πίεση του κινήματος υπέρ των προσφύγων, η Γερμανία επέτρεψε την είσοδο περίπου ενός εκατομμυρίου προσφύγων. Η μαζική κινητοποίηση των πολιτών στην διαδικασία υποδοχής (η οποία θα γινόταν γνωστή με το πιασάρικο όνομα « η κουλτούρα της φιλοξενίας» [Willkommenskultur]) βοήθησε πολλούς νεοαφιχθέντες να δημιουργήσουν οικονομικές και κοινωνικές διασυνδέσεις πολύ ταχύτερα απ’ό,τι προηγούμενες γενιές προσφύγων. Οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής δημιούργησαν μια δομή υποδοχής που διέθετε σημαντικούς πόρους για την υποστήριξη των προσφύγων στην εκμάθηση γλωσσών, την εκπαίδευση και την καθοδήγηση τους προς την αγορά εργασίας. Ωστόσο από το 2016, η εθνική διάθεση άλλαξε και οι πολιτικοί υποσχέθηκαν να διασφαλίσουν ότι το «2015» δεν θα επαναλαμβανόταν. Ψηφίστηκαν γύρω στους δώδεκα νόμους που σκλήραναν την πολιτική ασύλου. Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες συνέπειες αυτού του κύματος αντίδρασης ήταν η απόπειρα να τεθεί ένα ανώτατο όριο νέων υποδοχών προσφύγων ετησίως. Καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν ασύμβατο με το δικαίωμα στο άσυλο όπως ορίζεται από το Γερμανικό σύνταγμα, ο κυβερνητικός συνασπισμός συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών αποφάσισε το 2018 να στοχεύσει σε έναν μη δεσμευτικό αριθμό 180 με 220.000 υποδοχών ετησίως. Έκτοτε, βέβαια, τα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν σφραγιστεί εκτενώς, και έτσι η Γερμανία έχει δεχτεί πολύ λιγότερους πρόσφυγες τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, η Γερμανική οικονομία παρουσιάζει ελλείψεις σε θέσεις εργασίας εδώ και περίπου μια δεκαετία, φαινόμενο που έχει οξυνθεί από την υπογεννητικότητα και μια περίοδο μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Το 2020, ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τη Μετανάστευση Εξειδικευμένων Εργατών, που επέτρεπε την – πολύ περιορισμένη – μετανάστευση εργαζομένων από χώρες εκτός της ΕΕ.

Τι επιτυχίες έχουν σημειώσει οι προοδευτικές εκστρατείες;

Το 2000, μεταναστευτικές οργανώσεις άσκησαν πίεση στην κοκκινο-πράσινη ομοσπονδιακή κυβέρνηση ώστε να μεταρρυθμίσει τον υπάρχοντα νόμο περί υπηκοότητας. Έκτοτε, ένα παιδί που γεννιέται στην Γερμανία από μετανάστες γονείς λαμβάνει αυτόματα τη Γερμανική υπηκοότητα, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ διατηρεί την υπηκοότητα των γονιών του. Περίπου μια δεκαετία μετά, μεταναστευτικές οργανώσεις διεκδίκησαν σημαντικές βελτιώσεις στο νόμο περί ασύλου χάρη σε μακροχρόνιο πολιτικό αγώνα. Ενοχλητικές και περιοριστικές διατάξεις του νόμου περί «συμβιβασμού για το άσυλο» του 1993, αποσύρθηκαν ή κατέστησαν ελαστικότερες σε έναν βαθμό.

Αυτές περιλάμβαναν την παροχή «παροχών σε είδος» (π.χ. τροφίμων) αντί για χρήματα σε κέντρα ασύλου, καθώς και την απαγόρευση εργασίας. Κάποιες από αυτές τις βελτιώσεις, ωστόσο, ανετράπησαν με το αντιδραστικό κύμα του 2016. Οι επιτυχίες των προοδευτικών καμπανιών περιλαμβάνουν επίσης την αλλαγή στάσης της Γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στον Κανονισμό του Δουβλίνου. Για πολύ καιρό, η Γερμανία ήταν εκείνη που επέμενε στη διάταξη που επιβάρυνε εξαιρετικά τα κράτη στα εξωτερικά σύνορα. Από το 2014, η κυβέρνηση της Γερμανίας υποστηρίζει την χρήση της Ευρωπαϊκής κλείδας κατανομής. Τέλος, σε επίπεδο πολιτών, έχει δημιουργηθεί ένας μεγάλος αριθμός πρωτοβουλιών, από τοπικές ομάδες υποδοχής μέχρι μεγάλες ΜΚΟ που ασχολούνται με τη διάσωση στη θάλασσα.